ὑπεκπροφεύγω
to flee away secretly, escape and flee
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ὑπεκπροφεύγω)
LSJ
(ὑπεκπροφεύγω)
Short Defs
(ὑπεκπροφεύγω)
Cunliffe (Lex Entries)
(ὑπεκπροφεύγω)
Middle Liddell
(ὑπεκπροφεύγω)
Morphological Data
ὑπεκπροφεύγω
VERB