ὑπέρογκος

of excessive bulk, swollen to a great size

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ὑπέρογκος)
LSJ (ὑπέρογκος)
Short Defs (ὑπέρογκος)

Morphological Data

ὑπέρογκος ADJ
ὑπέρογκος ADV