ὑβριστικός
given to wantonness, wanton, insolent, outrageous
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ὑβριστικός)
LSJ
(ὑβριστικός)
Short Defs
(ὑβριστικός)
Morphological Data
ὑβριστικός
ADJ
ὑβριστικός
ADV