ὁμόκληρος
one who has an equal share
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ὁμόκληρος)
LSJ
(ὁμόκληρος)
Short Defs
(ὁμόκληρος)
Middle Liddell
(ὁμόκληρος)
Morphological Data
ὁμόκληρος
NOUN