ὁδοιπόρος

a wayfarer, traveller

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ὁδοιπόρος)
Short Defs (ὁδοιπόρος)
Cunliffe (Lex Entries) (ὁδοιπόρος)
Middle Liddell (ὁδοιπόρος)

Morphological Data

ὁδοιπόρος NOUN
ὁδοιπόρος ADJ