ὀχυροποιέομαι

to make secure, fortify

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ὀχυροποιέομαι)
LSJ (ὀχυροποιέομαι)
Short Defs (ὀχυροποιέομαι)
Middle Liddell (ὀχυροποιέομαι)

Morphological Data

ὀχυροποιέομαι VERB