ὀτρηρός
quick, nimble, busy, ready
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ὀτρηρός)
LSJ
(ὀτρηρός)
Short Defs
(ὀτρηρός)
Cunliffe (Lex Entries)
(ὀτρηρός)
Middle Liddell
(ὀτρηρός)
Morphological Data
ὀτρηρός
ADJ
ὀτρηρός
NOUN
ὀτρηρός
ADV
ὀτρηρός
VERB