ὀρτάλιχος

a chick, chicken

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ὀρτάλιχος)
LSJ (ὀρτάλιχος)
Short Defs (ὀρτάλιχος)
Middle Liddell (ὀρτάλιχος)

Morphological Data

ὀρτάλιχος NOUN