ὀρθοστάδιον
a loose, ungirded tunic
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ὀρθοστάδιον)
LSJ
(ὀρθοστάδιον)
Short Defs
(ὀρθοστάδιον)
Morphological Data
ὀρθοστάδιον
NOUN