ὀνοματολόγος
telling people's names
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ὀνοματολόγος)
LSJ
(ὀνοματολόγος)
Short Defs
(ὀνοματολόγος)
Middle Liddell
(ὀνοματολόγος)
Morphological Data
ὀνοματολόγος
VERB
ὀνοματολόγος
NOUN
ὀνοματολόγος
ADJ
ὀνοματολόγος
INTJ