ὀνειδιστικός

reproachful, abusive

Dictionaries

LSJ (ὀνειδιστικός)
Short Defs (ὀνειδιστικός)
Middle Liddell (ὀνειδιστικός)

Morphological Data

ὀνειδιστικός ADV
ὀνειδιστικός ADJ
ὀνειδιστικός NOUN