ὀλολυγμός
a loud crying
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ὀλολυγμός)
LSJ
(ὀλολυγμός)
Short Defs
(ὀλολυγμός)
Middle Liddell
(ὀλολυγμός)
Morphological Data
ὀλολυγμός
NOUN