ὀγκύλλομαι
to be puffed up
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ὀγκύλλομαι)
LSJ
(ὀγκύλλομαι)
Short Defs
(ὀγκύλλομαι)
Middle Liddell
(ὀγκύλλομαι)
Morphological Data
ὀγκύλλομαι
VERB