ἱπποτοξότης
a mounted bowman, horse-archer
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἱπποτοξότης)
LSJ
(ἱπποτοξότης)
Short Defs
(ἱπποτοξότης)
Lexicon Thucydideum
(ἱπποτοξότης)
Middle Liddell
(ἱπποτοξότης)
Morphological Data
ἱπποτοξότης
NOUN