ἱπποβουκόλος

a horse-herd, horse-keeper

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἱπποβουκόλος)
LSJ (ἱπποβουκόλος)
Short Defs (ἱπποβουκόλος)
Middle Liddell (ἱπποβουκόλος)

Morphological Data

ἱπποβουκόλος NOUN