ἱμονιοστρόφος
a water-drawer
Dictionaries
LSJ
(ἱμονιοστρόφος)
Short Defs
(ἱμονιοστρόφος)
Middle Liddell
(ἱμονιοστρόφος)
Morphological Data
ἱμονιοστρόφος
NOUN