ἱεροφύλαξ
a keeper of a temple, temple-warden
Dictionaries
LSJ
(ἱεροφύλαξ)
Short Defs
(ἱεροφύλαξ)
Middle Liddell
(ἱεροφύλαξ)
Morphological Data
ἱεροφύλαξ
NOUN