ἡλικιώτης

an equal in age, fellow, comrade

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἡλικιώτης)
LSJ (ἡλικιώτης)
Short Defs (ἡλικιώτης)
Middle Liddell (ἡλικιώτης)

Morphological Data

ἡλικιώτης NOUN