ἠπεροπεύς

a cheat, deceiver, cozener

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἠπεροπεύς)
LSJ (ἠπεροπεύς)
Short Defs (ἠπεροπεύς)
Cunliffe (Lex Entries) (ἠπεροπεύς)

Morphological Data

ἠπεροπεύς NOUN