ἐπουλωτικός
promoting cicatrization
Dictionaries
LSJ
(ἐπουλωτικός)
Short Defs
(ἐπουλωτικός)
Morphological Data
ἐπουλωτικός
ADJ
ἐπουλωτικός
NOUN
ἐπουλωτικός
VERB