ἐποπτικός

of or for an ἐπόπτης, someone initiated

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἐποπτικός)
LSJ (ἐποπτικός)
Short Defs (ἐποπτικός)
Middle Liddell (ἐποπτικός)

Morphological Data

ἐποπτικός ADJ