ἐπιχρέμπτομαι

to spit upon

Dictionaries

LSJ (ἐπιχρέμπτομαι)
Short Defs (ἐπιχρέμπτομαι)
Middle Liddell (ἐπιχρέμπτομαι)

Morphological Data

ἐπιχρέμπτομαι VERB