ἐπιφιλοπονέομαι

to labour earnestly at

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἐπιφιλοπονέομαι)
LSJ (ἐπιφιλοπονέομαι)
Short Defs (ἐπιφιλοπονέομαι)

Morphological Data

ἐπιφιλοπονέομαι VERB