ἐπιμελέομαι

to take care of, have charge of, have the management of

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἐπιμελέομαι)
LSJ (ἐπιμελέομαι)
Short Defs (ἐπιμελέομαι)
Lexicon Thucydideum (ἐπιμελέομαι)
Middle Liddell (ἐπιμελέομαι)

Morphological Data

ἐπιμελέομαι VERB
ἐπιμελέομαι ADJ