ἐπιμέλημα

a care, anxiety

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἐπιμέλημα)
LSJ (ἐπιμέλημα)
Short Defs (ἐπιμέλημα)
Middle Liddell (ἐπιμέλημα)

Morphological Data

ἐπιμέλημα NOUN