ἐπιλαμβάνω
to lay hold of, seize, attack
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἐπιλαμβάνω)
LSJ
(ἐπιλαμβάνω)
Short Defs
(ἐπιλαμβάνω)
Lexicon Thucydideum
(ἐπιλαμβάνω)
Middle Liddell
(ἐπιλαμβάνω)
Morphological Data
ἐπιλαμβάνω
VERB