ἐπεργάζομαι
to cultivate besides, encroach upon
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἐπεργάζομαι)
LSJ
(ἐπεργάζομαι)
Short Defs
(ἐπεργάζομαι)
Middle Liddell
(ἐπεργάζομαι)
Morphological Data
ἐπεργάζομαι
VERB