ἐπεξέρχομαι

to go out against, make a sally against

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἐπεξέρχομαι)
LSJ (ἐπεξέρχομαι)
Short Defs (ἐπεξέρχομαι)
Middle Liddell (ἐπεξέρχομαι)

Morphological Data

ἐπεξέρχομαι VERB
ἐπεξέρχομαι ADV
ἐπεξέρχομαι ADJ
ἐπεξέρχομαι PREP
ἐπεξέρχομαι NOUN