ἐπαισθάνομαι
to have a perception
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἐπαισθάνομαι)
LSJ
(ἐπαισθάνομαι)
Short Defs
(ἐπαισθάνομαι)
Middle Liddell
(ἐπαισθάνομαι)
Morphological Data
ἐπαισθάνομαι
VERB