ἐπίσκοπος

one who watches over, an overseer, guardian
hitting the mark

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἐπίσκοπος)
LSJ (ἐπίσκοπος)
LSJ (ἐπίσκοπος)
Short Defs (ἐπίσκοπος)
Short Defs (ἐπίσκοπος2)
Cunliffe (Lex Entries) (ἐπίσκοπος)

Morphological Data

ἐπίσκοπος ADJ
ἐπίσκοπος NOUN
ἐπίσκοπος ADV