ἐπίπλαστος

plastered over; fake

Dictionaries

LSJ (ἐπίπλαστος)
Short Defs (ἐπίπλαστος)
Middle Liddell (ἐπίπλαστος)

Morphological Data

ἐπίπλαστος ADV
ἐπίπλαστος ADJ
ἐπίπλαστος VERB
ἐπίπλαστος NOUN