ἐξιλάσκομαι
to propitiate
Dictionaries
LSJ
(ἐξιλάσκομαι)
Short Defs
(ἐξιλάσκομαι)
Middle Liddell
(ἐξιλάσκομαι)
Morphological Data
ἐξιλάσκομαι
VERB
ἐξιλάσκομαι
NOUN
ἐξιλάσκομαι
ADJ