ἐξεπεύχομαι

to boast loudly that

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἐξεπεύχομαι)
LSJ (ἐξεπεύχομαι)
Short Defs (ἐξεπεύχομαι)
Middle Liddell (ἐξεπεύχομαι)

Morphological Data

ἐξεπεύχομαι VERB