ἐξειργασμένως

carefully, accurately, fully

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἐξειργασμένως)
LSJ (ἐξειργασμένως)
Short Defs (ἐξειργασμένως)
Middle Liddell (ἐξειργασμένως)

Morphological Data

ἐξειργασμένως ADV