ἐξαιρετός

that can be taken out, removable

Dictionaries

LSJ (ἐξαιρετός)
Short Defs (ἐξαιρετός)
Middle Liddell (ἐξαιρετός)

Morphological Data

ἐξαιρετός ADV
ἐξαιρετός ADJ
ἐξαιρετός VERB
ἐξαιρετός NOUN
ἐξαιρετός PRONOUN