ἐντεταμένως

vehemently, vigorously

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἐντεταμένως)
LSJ (ἐντεταμένως)
Short Defs (ἐντεταμένως)
Middle Liddell (ἐντεταμένως)

Morphological Data

ἐντεταμένως ADV