ἐνθουσιασμός
inspiration, enthusiasm, frenzy
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἐνθουσιασμός)
LSJ
(ἐνθουσιασμός)
Short Defs
(ἐνθουσιασμός)
Morphological Data
ἐνθουσιασμός
NOUN