ἐνεργητικός
able to act upon, acting upon
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἐνεργητικός)
LSJ
(ἐνεργητικός)
Short Defs
(ἐνεργητικός)
Morphological Data
ἐνεργητικός
ADJ
ἐνεργητικός
ADV