ἐνδιαθρύπτομαι
to play the prude towards, trifle with
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἐνδιαθρύπτομαι)
LSJ
(ἐνδιαθρύπτομαι)
Short Defs
(ἐνδιαθρύπτομαι)
Middle Liddell
(ἐνδιαθρύπτομαι)
Morphological Data
ἐνδιαθρύπτομαι
VERB