ἐναγκαλίζομαι
to take in one's arms
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἐναγκαλίζομαι)
LSJ
(ἐναγκαλίζομαι)
Short Defs
(ἐναγκαλίζομαι)
Morphological Data
ἐναγκαλίζομαι
VERB