ἐμπαιγμός
mockery, mocking
Dictionaries
LSJ
(ἐμπαιγμός)
Short Defs
(ἐμπαιγμός)
Morphological Data
ἐμπαιγμός
NOUN
ἐμπαιγμός
ADV
ἐμπαιγμός
ADJ
ἐμπαιγμός
VERB