ἐκχρηματίζομαι
to squeeze money from, levy contributions on
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἐκχρηματίζομαι)
LSJ
(ἐκχρηματίζομαι)
Short Defs
(ἐκχρηματίζομαι)
Lexicon Thucydideum
(ἐκχρηματίζομαι)
Middle Liddell
(ἐκχρηματίζομαι)
Morphological Data
ἐκχρηματίζομαι
VERB