ἐκπρολείπω
to forsake, abandon
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἐκπρολείπω)
LSJ
(ἐκπρολείπω)
Short Defs
(ἐκπρολείπω)
Cunliffe (Lex Entries)
(ἐκπρολείπω)
Middle Liddell
(ἐκπρολείπω)
Morphological Data
ἐκπρολείπω
VERB