ἐκπεριέρχομαι
traverse, include in one's survey
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἐκπεριέρχομαι)
LSJ
(ἐκπεριέρχομαι)
Short Defs
(ἐκπεριέρχομαι)
Morphological Data
ἐκπεριέρχομαι
VERB