ἐγκαταγηράσκω

to grow old in

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἐγκαταγηράσκω)
LSJ (ἐγκαταγηράσκω)
Short Defs (ἐγκαταγηράσκω)

Morphological Data

ἐγκαταγηράσκω VERB