ἐγκαλλωπίζομαι
to take pride
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἐγκαλλωπίζομαι)
LSJ
(ἐγκαλλωπίζομαι)
Short Defs
(ἐγκαλλωπίζομαι)
Morphological Data
ἐγκαλλωπίζομαι
VERB