ἐγκαθορμίζομαι

to run into harbour, come to anchor

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἐγκαθορμίζομαι)
LSJ (ἐγκαθορμίζομαι)
Short Defs (ἐγκαθορμίζομαι)
Lexicon Thucydideum (ἐγκαθορμίζομαι)

Morphological Data

ἐγκαθορμίζομαι VERB