ἄτρεστος

not trembling, unfearing, fearless

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἄτρεστος)
LSJ (ἄτρεστος)
Short Defs (ἄτρεστος)
Middle Liddell (ἄτρεστος)

Morphological Data

ἄτρεστος ADJ
ἄτρεστος ADV