ἄσπειστος
to be appeased by no libations, implacable
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἄσπειστος)
LSJ
(ἄσπειστος)
Short Defs
(ἄσπειστος)
Middle Liddell
(ἄσπειστος)
Morphological Data
ἄσπειστος
ADJ
ἄσπειστος
ADV