ἄσκοπος
inconsiderate, heedless
aimless, random
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἄσκοπος)
LSJ
(ἄσκοπος)
LSJ
(ἄσκοπος)
Short Defs
(ἄσκοπος)
Short Defs
(ἄσκοπος2)
Cunliffe (Lex Entries)
(ἄσκοπος)
Middle Liddell
(ἄσκοπος)
Middle Liddell
(ἄσκοπος2)
Morphological Data
ἄσκοπος
ADJ
ἄσκοπος
ADV